έντυπος

έντυπος
-η, -ο (Α ἔντυπος, -ον)
ο τυπωμένος
νεοελλ.
1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος
2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν)
τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή πολυγραφημένο (και επίρρ. εντύπως)
αρχ.
1. ο κομμένος σε νόμισμα
2. αυτός που επιδέχεται τύπωση ή αποτύπωση
3. σταθερός, ορισμένος.
επίρρ...
εντύπως
μέσω τού τύπου, τύποις, έντυπα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έντυπος — η, ο 1. ο τυπωμένος. 2. (για βιβλία, εικόνες κτλ.), που εκτυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό όμοιων, αντιτύπων (σε αντιδιαστολή με το «χειρόγραφος», «δαχτυλογραφημένος» ή «πολυγραφημένος»: Οι προκηρύξεις είναι έντυπες. 3. το ουδ. ως ουσ., έντυπο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντυπώτατον — ἔντυπος coined masc acc superl sg ἔντυπος coined neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντύπως — ἔντυπος coined adverbial ἔντυπος coined masc/fem acc pl (doric) ἐντυπόω carve imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐντυπόω carve imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντυπον — ἔντυπος coined masc/fem acc sg ἔντυπος coined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντύπου — ἔντυπος coined masc/fem/neut gen sg ἐντυπόω carve pres imperat act 2nd sg ἐντυπόω carve pres imperat act 2nd sg ἐντυπόω carve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐντυπόω carve imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπώνω — τυπῶ, όω, ΝΜΑ [τύπος] νεοελλ. 1. αναπαράγω κείμενα ή εικόνες με το τυπογραφικό πιεστήριο, εκτυπώνω 2. συνεκδ. εκδίδω («τύπωσε μια καινούργια συλλογή ποιημάτων») 3. χαράζω σχέδια με πίεση πάνω σε ένα μαλακό σώμα, αποτυπώνω 4. (το β πρόσ. προστ.… …   Dictionary of Greek

  • Σοφιανός — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Νικόλαος. Κωδικογράφος, εκδότης και πρόδρομος του δημοτικιστικού κινήματος (Κέρκυρα 1500; Ρώμη μετά το 1552). Σπούδασε πιθανώς στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος των φιλελλήνων καρδινάλιων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”